αβάτευτος

αβάτευτος
-η, -ο [βατεύω]
1. (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν βατεύτηκε, ανόχευτος, ανεπίβατος, αμαρκάλιστος
2. αυτός που δεν προήλθε από βάτευση
3. υγιής, αβλαβής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άβατος — η, ο (Α ἄβατος, ον) [βαίνω] απάτητος, απροσπέλαστος, αδιάβατος, δυσπρόσιτος αρχ. 1. ιερός, καθαρός, αγνός 2. (για θηλ. ζώα και ειρων. για γυναίκες) αβάτευτος το ουδ. ως ουσ. το άβατον* …   Dictionary of Greek

  • ακαβάλητος — η, ο [καβαλώ] 1. αυτός που δεν έχει καβαλήσει άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι 2. εκείνος που δεν τόν έχει ακόμη ή δεν μπορεί κανείς να τόν καβαλήσει «άλογο ακαβάλητο» 3. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) αβάτευτος, ανόχευτος …   Dictionary of Greek

  • αμαρκάλιστος — η, ο [μαρκαλίζω] (για κατσίκες ή πρόβατα) αυτός που δεν μαρκαλίστηκε, ανεπίβατος, αβάτευτος …   Dictionary of Greek

  • ανόχευτος — η, ο (Α ἀνόχευτος, ον) [οχεύω] (για θηλυκά ζώα) αυτός που δεν συνουσιάστηκε με το αρσενικό, αβάτευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”